- αναζωγράφηση
- η (Α ἀναζωγράφησις) [ἀναζωγραφῶ]νεοελλ.το ξαναζωγράφισμα μιας εικόνας από την αρχή ή με εντονότερα χρώματααρχ.εικόνα, απεικόνιση, αναπαράσταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναζωγράφιση — η [αναζωγραφίζω] η αναζωγράφηση … Dictionary of Greek
αναζωγραφώ — ( έω) (Α ἀναζωγραφῶ) νεοελλ. ζωγραφίζω εκ νέου μια εικόνα ή τονίζω περισσότερο τα χρώματα της αρχ. 1. ζωγραφίζω, αναπαριστάνω, απεικονίζω 2. περιγράφω κάτι, σκιαγραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωγραφῶ. ΠΑΡ. αναζωγράφηση ( ις) αρχ. ἀναζωγράφημα] … Dictionary of Greek